νομάτισμα

νομάτισμα
το, -ατος
1. η πράξη του νοματίζω.
2. (λαογρ.), είδος εξορκισμού όπου αναφέρεται το όνομα του αρρώστου με το όνομα του Χριστού, της Παναγίας ή άγιου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νομάτισμα — το 1. η διάκριση ή η κλήση κάποιου με το όνομά του, κατονομασία 2. (λαογρ.) είδος εξορκισμού κατά τον οποίο αναφέρεται το όνομα τού αρρώστου μαζί με το όνομα τού Χριστού, τής Παναγίας ή αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονομάτισμα με σίγηση τού αρκτικού ο ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”